-
1 γραφείο(ν)
τό1) письменный стол; бюро; секретер; 2) (рабочий) кабинет; 3) бюро, контора, канцелярия;γραφείο(ν) διευθύνσεων — адресный стол;
πληροφοριών — информационное бюро; — справочное бюро;τεχνικό ( — или μηχανολογικό) γραφείο(ν) — конструкторское бюро;
στρατολογικό γραφείο(ν) — призывной, вербовочный пункт;
4) (чаще πλ.) управление, ведомство;τα γραφεία της εφημερίδας — редакция газеты (помещение);
τα γραφεί της κεντρικής Επιτροπές — здание ЦК;
5) бюро (исполнительный и руководящий орган);πολιτικό γραφείο(ν) — политическое бюро, политбюро;
κομματικό γραφείο(ν) — партийное бюро
-
2 γραφείο(ν)
τό1) письменный стол; бюро; секретер; 2) (рабочий) кабинет; 3) бюро, контора, канцелярия;γραφείο(ν) διευθύνσεων — адресный стол;
πληροφοριών — информационное бюро; — справочное бюро;τεχνικό ( — или μηχανολογικό) γραφείο(ν) — конструкторское бюро;
στρατολογικό γραφείο(ν) — призывной, вербовочный пункт;
4) (чаще πλ.) управление, ведомство;τα γραφεία της εφημερίδας — редакция газеты (помещение);
τα γραφεί της κεντρικής Επιτροπές — здание ЦК;
5) бюро (исполнительный и руководящий орган);πολιτικό γραφείο(ν) — политическое бюро, политбюро;
κομματικό γραφείο(ν) — партийное бюро
-
3 γραφείο
[прафио] ουσ. о. письменный стол, рабочий кабинет.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γραφείο
-
4 γραφείο
[прафио] ουσ ο письменный стол, рабочий кабинет. -
5 γραφείο
(χώρος)l'oficina -
6 γραφείο (δωμάτιο)
канцелариjаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > γραφείο (δωμάτιο)
-
7 Γραφείο Επικοινωνίας
Канцелариjата за врcкиГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > Γραφείο Επικοινωνίας
-
8 γραφείο
1) agence2) bureau -
9 γραφείο
1) biuro (n) rzecz.2) kancelaria (f) rzecz. -
10 γραφείο
1) kancelář2) úřad3) úřadovna -
11 γραφείο
1) office2) studyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > γραφείο
-
12 εκτελεστικό γραφείο
извршена канцелариjаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > εκτελεστικό γραφείο
-
13 biuro
γραφείο -
14 kancelaria
γραφείο -
15 бюро
бюро с в разн. знач. το γραφείο политическое \бюро το πολιτικό γραφείο' \бюро добрых услуг, — обслуживания το γραφείο εξυπηρέτησης туристическое \бюроτο τουριστικό γραφείο; \бюро погоды η μετεωρολογική υπηρεσία; справочное \бюроτο γραφείο, πληροφοριών; \бюроремонта η υπηρεσία επιδιόρθωσης; \бюро находок το γρα φείο χαμένων αντικειμένων* * *в разн. знач.το γραφείοполити́ческое бюро́ — το πολιτικό γραφείο
бюро́ до́брых услу́г, бюро́ обслу́живания, — το γραφείο εξυπηρέτησης
туристи́ческое бюро́ — το τουριστικό γραφείο
бюро́ пого́ды — η μετεωρολογική υπηρεσία
спра́вочное бюро́ — το γραφείο πληροφοριών
бюро́ ремо́нта — η υπηρεσία επιδιόρθωσης
бюро́ нахо́док — το γραφείο χαμένων αντικειμένων
-
16 бюро
бюро́ Iс нескл.1. τό γραφεῖο[ν]:партийное \бюро τό κομματικό γραφείο; \бюро райкома τό γραφείο τής ἀχτιδικής ἐπιτροπής;2. (учреждение) τό γραφεῖο[ν], ἡ ὑπηρεσία:справочное \бюро τό γραφείο-πληροφοριών конструкторское \бюро τό γραφείο σχεδίων; \бюро ремонта ἡ ὑπηρεσία ἐπιδιορθώσεων \бюро погоды ἡ μετεωρολογική ὑπηρεσία; похоронное \бюро τό γραφείο κηδειών.бюро IIс нескл. (мебель) τό γρα-φεῖο[ν]. -
17 кабинет
кабинет м в разн. знач. το γραφείο рабочий \кабинет το γραφείο зубоврачебный \кабинет το οδοντιατρείο \кабинет министров το υπουργικό συμβούλιο* * *м в разн. знач.το γραφείοрабо́чий кабине́т — το γραφείο
зубовраче́бный кабине́т — το οδοντιατρείο
кабине́т мини́стров — το υπουργικό συμβούλιο
-
18 стол
стол м 1) το τραπέζι* письменный \стол το γραφείο; за - ом στο τραπέζι; накрывать (на) \стол στρώνω το τραπέζι 2): \стол заказов το γραφείο παραγγελιών* * *м1) το τραπέζιпи́сьменный стол — το γραφείο
за столо́м — στο τραπέζι
накрыва́ть (на) стол — στρώνω το τραπέζι
2)стол зака́зов — το γραφείο παραγγελιών
-
19 office
['ofis]1) (the room or building in which the business of a firm is done: The firm's head offices are in New York; ( also adjective) office furniture.) γραφείο2) (the room in which a particular person works: the bank manager's office.) γραφείο3) (a room or building used for a particular purpose: Train tickets are bought at the ticket-office.) γραφείο,γκισέ4) (a position of authority, especially in or as a government: Our party has not been in office for years; the office of mayor.) εξουσία/αξίωμα•- officer -
20 бюро
ουδ.άκλ.1. γραφείο•бюро райкома партии γραφείο της αχτιδικής επιτροπής του κόμματος•
справочное бюро γραφείο πληροφοριών.
2. τραπέζι για γράψιμο.
См. также в других словарях:
γραφείο — το (AM γραφεῑον) [γραφεύς] δωμάτιο ή χώρος με επίπλωση και υλικά κατάλληλα για γραφή νεοελλ. 1. έπιπλο, πάνω στο οποίο γράφουμε 2. κατάστημα, ίδρυμα ή κτήριο στο οποίο διεκπεραιώνεται δημόσια υπηρεσία ή άλλη εργασία («στρατολογικό, δικηγορικό… … Dictionary of Greek
γραφείο — το 1. έπιπλο επάνω στο οποίο γράφουμε. 2. κτίριο ή αίθουσα όπου στεγάζεται μια ιδιωτική ή δημόσια υπηρεσία ή επιχείρηση: Έμεινε ως αργά στο γραφείο του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Διεθνές Γραφείο Εργασίας — (ΔΓΕ). Οργανισμός που υπάγεται στη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ). Πρόκειται για ανεξάρτητο, ειδικευμένο διεθνή οργανισμό που συνεργάζεται με τον ΟΗΕ. Ο οργανισμός αυτός είναι δημιούργημα της Συνθήκης των Βερσαλιών και αποβλέπει στην εναρμόνιση… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του … Dictionary of Greek
εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εθνικό Ιστορικό (Αθηνών) — Στεγάζεται από το 1962 στο επιβλητικό κτίριο όπου λειτουργούσε μέχρι τη δεκαετία του ’30 η Βουλή των Ελλήνων (Μέγαρο Παλαιάς Βουλής, οδός Σταδίου), το οποίο αποπερατώθηκε το 1875 πάνω σε σχέδια του Γάλλου αρχιτέκτονα Bοulanger. Στη μόνιμη έκθεση… … Dictionary of Greek
Paralia (Katerini) — Paralia Παραλία … Deutsch Wikipedia
Κομινφόρμ — (Cominform, συντομογραφία του Communiste Information Bureau = Κομουνιστικό Γραφείο Πληροφοριών). Διεθνής οργάνωση των κομουνιστικών κομμάτων, που αποσκοπούσε στην απόκτηση αμοιβαίας πείρας, στην οργάνωση ανταλλαγής πληροφοριών και στον συντονισμό … Dictionary of Greek
γραφειακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο γραφείο 2. φρ. «γραφειακός εξοπλισμός» έπιπλα και είδη γραφείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γραφείο(ν). Η λ. μαρτυρείται το 1890 από τον Στέφανο Κουμανούδη στο περιοδικό σύγγραμμα Αρχαιολογική Εφημερίς Αθηνών] … Dictionary of Greek